βουνίτης


βουνίτης
Προφορά

Ετυμολογία
βουνίτης μεταγενέστερη ελληνική βουνίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βουνίτης

✦ που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.