βουνάκι


βουνάκι
Προφορά

Ετυμολογία
βουνάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού βουνό

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βουνάκι

✦ μικρό βουνό
(μτφ. ) σωρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.