βουλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
βουλώνω μεσαιωνική ελληνική βουλλώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βουλώνω
✦ σφραγίζω
✦ φράζω, κλείνω
✦ φρ. βουλώνω στόματα, αποστομώνω ή εξαγοράζω τη σιωπή
✦ (αμτβ.) φράζομαι αυτόματα: βούλωσε ο νιπτήρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–