βουβός
Προφορά
Ετυμολογία
βουβός μεσαιωνική ελληνική βουβός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ βουβός -ή, -ό
✦ αυτός που δεν μιλά ή που δεν μπορεί να μιλήσει, άφωνος, άλαλος: και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί κι αγαπημένοι (Ζ. Παπαντωνίου)
✦ φρ. βουβά (βωβά) πρόσωπα, πρόσωπα θεατρικών έργων που εμφανίζονται στη σκηνή χωρίς να μιλούν
Συνώνυμα
μουγκός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
βουβά