βουβαίνω


βουβαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
βουβαίνω βουβός

Ερμηνεία
ρήμα βουβαίνω

✦ κάνω κάποιον βουβό
✦ αποστομώνω
✦ (μέσ.) βουβαίνομαι, γίνομαι βουβός, χάνω τη φωνή μου ή σιωπώ: όταν όμως το στρατόπεδο διαισθανότανε εκτελέσεις βουβαινότανε ολότελα, καθώς χάνουνε τα ζώα τη λαλιά τους νιώθοντας να ‘ρχεται σεισμός (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (προστακτ.) βουβάσου, σιωπή, σκασμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.