βουβάλα


βουβάλα
Προφορά

Ετυμολογία
βουβάλα └θηλ┘ του └ουσ┘ βούβαλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βουβάλα

✦ θηλυκό βουβάλι
(μτφ. ) γυναίκα πολύ παχιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.