βουάλ


βουάλ
Προφορά

Ετυμολογία
βουάλ └γαλλ┘ voile

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το βουάλ

✦ η λ. για λεπτό, ημιδιαφανές ύφασμα από βαμβάκι, μαλλί ή μετάξι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.