βοτανολογώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply βοτανολογώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/βοτανολογώ.mp3Ετυμολογίαβοτανολογώ βοτανολόγος Ερμηνεία└ρήμα┘ βοτανολογώ -είς, -εί ✦ μαζεύω θεραπευτικά βότανα ή άγρια χόρτα ✦ ασχολούμαι με τη βοτανική Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–