βοτανικός


βοτανικός
Προφορά

Ετυμολογία
βοτανικός μεταγενέστερη ελληνική βοτανικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ βοτανικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τα βότανα
✦ θηλ. η βοτανική ως ουσ., η επιστήμη που μελετά τα φυτά, η φυτολογία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.