βοσκοπούλα


βοσκοπούλα
Προφορά

Ετυμολογία
βοσκοπούλα βοσκός + κατάλ. -πουλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βοσκοπούλα

✦ μικρή κοπέλα που βόσκει κοπάδια, τσομπανοπούλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.