βοοειδής
Προφορά
Ετυμολογία
βοοειδής βους + είδος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ βοοειδής -ής, -ές
✦ ο όμοιος με βόδι, που έχει χαρακτηριστικά κοινά με το βόδι
✦ πληθ. ουδ. βοοειδή ως ουσ., ζωική ομάδα αρτιοδάκτυλων μηρυκαστικών που περιλαμβάνει τα κατοικίδια βόδια και βουβάλια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–