βοναπαρτισμός
Προφορά
Ετυμολογία
βοναπαρτισμός └γαλλ┘ bonapartisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βοναπαρτισμός
✦ το σύστημα διακυβερνήσεως της δυναστείας Βοναπάρτη
✦ (σε πολίτευμα κοινοβουλευτικό) η τάση για συγκέντρωση όλων των εξουσιών σε ένα πρόσωπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–