βομβύκιο
Προφορά
Ετυμολογία
βομβύκιο αρχαία ελληνική βομβύκιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού βόμβυξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βομβύκιο
✦ το περίβλημα της προνύμφης ορισμένων εντόμων, κυρίως του μεταξοσκώληκα, κουκούλι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–