βομβαρδισμός


βομβαρδισμός
Προφορά

Ετυμολογία
βομβαρδισμός βομβαρδίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βομβαρδισμός

✦ η ρίψη βομβών, καταστροφή με βόμβες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.