βομβίστρια


βομβίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
βομβίστρια βόμβα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βομβίστρια

✦ θηλ. βομβίστρια αυτός που τοποθετεί βόμβες: οι βομβιστές έδρασαν νύχτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.