βολτάμετρο


βολτάμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
βολτάμετρο └αγγλ┘voltameter – └γαλλ┘ voltametre

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βολτάμετρο

✦ (ηλεκτρολ.) όργανο το οποίο, από τη μέτρηση της μάζας υλικού που ελευθερώνεται κατά την ηλεκτρόλυση, επιτρέπει τη μέτρηση της ποσότητας ηλεκτρισμού που διέρχεται από αγωγό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.