βολονταρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
βολονταρισμός └γαλλ┘ volontarisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βολονταρισμός
✦ βουλησιαρχία (βλ. λ.)
✦ (κοινων.) θεωρία που εξαίρει το ρόλο της επιλογής, της επιδίωξης στην κοινωνική δράση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–