βολοκοπώ


βολοκοπώ
Προφορά

Ετυμολογία
βολοκοπώ αρχαία ελληνική βωλοκοπέω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα βολοκοπώ -άς, -ά

✦ σπάζω τους βόλους με τη σβάρνα: εβολοκόπησε, όργωσε, έσπειρεν Εκείνος (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα
βολοδέρνω, σβαρνίζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.