βολοδέρνω
Προφορά
Ετυμολογία
βολοδέρνω βόλος + δέρνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βολοδέρνω
✦ χτυπώ και σπάζω τους βόλους του χώματος σε χωράφι
✦ (μτφ. ) βασανίζομαι, τυραννιέμαι: τρεις μέρες και τρεις νύχτες βολόδερνα στο κύμα απάνου σε μια φελούκα (Η. Βενέζης)
Συνώνυμα
βολοκοπώ, σβαρνίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–