βογκώ


βογκώ
Προφορά

Ετυμολογία
βογκώ μεσαιωνική ελληνική γογγῶ

Ερμηνεία
βογκώ

✦ -άς, -ά κ. βόγκω ρ. (βόγκ-ησα κ. -ηξα) στενάζω, βγάζω βογκητά από σωματικό ή ψυχικό πόνο: μια κοπελίτσα βογκά σιγανά και πνιχτά για να φέρει ένα παιδί στη ζωή (Ηλ. Βενέζης)

Συνώνυμα
γογγύζω, οιμώζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.