βλοσυρός


βλοσυρός
Προφορά

Ετυμολογία
βλοσυρός αρχαία ελληνική βλοσυρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ βλοσυρός -ή, -ό

✦ που προκαλεί φόβο με το βλέμμα του, αγριωπός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
βλοσυρά (Κ βλοσυρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.