βλογιοκομμένος


βλογιοκομμένος
Προφορά

Ετυμολογία
βλογιοκομμένος βλογιά (ευλογιά) + κομμένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βλογιοκομμένος -η, -ο

✦ ο σημαδεμένος από τα εξανθήματα της ευλογιάς

Συνώνυμα
βλογιάρης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.