βλεφαρόπτωση


βλεφαρόπτωση
Προφορά

Ετυμολογία
βλεφαρόπτωση βλέφαρο + πτώση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βλεφαρόπτωση

(ιατρ.) χαλάρωση και πτώση του άνω βλεφάρου που οφείλεται σε κάκωση ή σε πάθηση του νευρικού συστήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.