βλαστήμια


βλαστήμια
Προφορά

Ετυμολογία
βλαστήμια αρχαία ελληνική βλασφημία, ή από το ρήμα βλαστημῶ (υποχωρητ.)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βλαστήμια

✦ εξύβριση των θείων και γεν. των άξιων σεβασμού
✦ κατάρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.