βλαστάρι
Προφορά
Ετυμολογία
βλαστάρι μεσαιωνική ελληνική βλαστάριον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού βλαστός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βλαστάρι
✦ τρυφερός βλαστός
✦ (μτφ. ) παιδί, απόγονος: γενιάς προφητικής βλαστάρι (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–