βλαβερός
Προφορά
Ετυμολογία
βλαβερός αρχαία ελληνική βλαβερός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ βλαβερός -ή, -ό
✦ που προκαλεί βλάβη: οι βλαβερές συνέπειες του καπνού
Συνώνυμα
βλαπτικός, επιβλαβής, επιζήμιος
Αντίθετα
αβλαβής, ωφέλιμος, επωφελής
Επιρρήματα
βλαβερά (Κ βλαβερώς)