βλέψη


βλέψη
Προφορά

Ετυμολογία
βλέψη μεταγενέστερη ελληνική βλέψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βλέψη

✦ όραση
✦ πληθ. βλέψεις, σκοπός στον οποίο αποβλέπει κανείς: η Τουρκία έχει βλέψεις εις βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος

Συνώνυμα
πρόθεση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.