βλάμισσα


βλάμισσα
Προφορά

Ετυμολογία
βλάμισσα └αλβαν┘ vllam

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βλάμισσα

✦ θηλ. βλάμισσα αδερφοποιτός
✦ σύντροφος
✦ παλικαράς, κουτσαβάκης
✦ εραστής

Συνώνυμα
σταυραδερφός ,αγαπητικός, ασίκης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.