βιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
βιώνω αρχαία ελληνική βιόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βιώνω
✦ ζω
✦ αρχαία ελληνική φρ. λάθε βιώσας, να ζεις στην αφάνεια, χωρίς να επιζητείς μάταιη φήμη
✦ ζω με ενσυνείδητο τρόπο, με πλήρη συνείδηση καταστάσεις ή γεγονότα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–