βιολογικός
Προφορά
Ετυμολογία
βιολογικός βιολόγος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ βιολογικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τη βιολογία
✦ βιολογικός καθαρισμός, επεξεργασία υγρών αποβλήτων με βιολογικές μεθόδους για να αποφεύγεται η ρύπανση του αποδέκτη των λυμάτων (θάλασσες, ποταμοί, λίμνες)
✦ βιολογικά όπλα, όπλα που χρησιμοποιούν ζωντανούς οργανισμούς (μικρόβια, έντομα που προκαλούν αρρώστιες ή και το θάνατο), ή τα τοξικά τους προϊόντα εναντίον ανθρώπων, ζώων και φυτών
✦ βιολογικός πόλεμος, πόλεμος κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται βιολογικά όπλα
✦ βιολογικό ρολόι, έμφυτος μηχανισμός χρόνου που εικάζεται ότι υπάρχει στους οργανισμούς (άνθρωπο, ζώα κτλ.) που εξηγεί τη συμπεριφορά ή τις φυσιολογικές λειτουργίες που συμβαίνουν κατά τακτά χρονικά διαστήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
βιολογικά (Κ βιολογικώς)