βιασμός


βιασμός
Προφορά

Ετυμολογία
βιασμός μεταγενέστερη ελληνική βιασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βιασμός

✦ χρησιμοποίηση βίας
✦ εξουδετέρωση, κατάπνιξη με τη βία: επιχειρήθηκε βιασμός της λαϊκής θελήσεως
✦ εξαναγκασμός σε ασέλγεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.