βια


βια
Προφορά

Ετυμολογία
βια αρχαία ελληνική βία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βια

✦ η βιασύνη: σε γνωρίζω από την όψη που με βια μετράει τη γη (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.