βεστιάριο
Προφορά
Ετυμολογία
βεστιάριο └λατιν┘ vestiarium
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βεστιάριο
✦ χώρος ιδ. σε θέατρο που χρησιμεύει για να αφήνουν οι θεατές τα πανωφόρια, τσάντες κτλ. πριν από την παράσταση
✦ το σύνολο των ενδυμάτων που διαθέτει ηθοποιός ή θέατρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–