βερμπαλιστής


βερμπαλιστής
Προφορά

Ετυμολογία
βερμπαλιστής βερμπαλισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βερμπαλιστής

✦ που χρησιμοποιεί στο λόγο του ηχηρές λέξεις και φράσεις αποβλέποντας στον εντυπωσιασμό και παραβλέποντας την ουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.