βερμούδα
Προφορά
Ετυμολογία
βερμούδα από το └αγγλ┘bermuda shorts
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βερμούδα
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. βερμούδες, ανδρικό και γυναικείο ιδ. καλοκαιρινό ένδυμα, παντελονάκι που φτάνει μέχρι τα γόνατα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–