βερεσές
Προφορά
Ετυμολογία
βερεσές └τουρκ┘veresiye
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βερεσές
✦ αγορά ή πώληση με πίστωση
✦ βερεσέδια, όσα χρωστά ή έχει κανείς να λάβει από αγορές ή πωλήσεις με πίστωση
✦ (επίρρ.) βερεσέ, με πίστωση
✦ φρ. αυτά τ’ ακούω βερεσέ, δεν τα πολυλογαριάζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
τοις μετρητοίς
Επιρρήματα
–