βεβιασμένος


βεβιασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
βεβιασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος βιάζω

Ερμηνεία
βεβιασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) μη φυσικός, προσποιητός, που γίνεται με τη βία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
βεβιασμένα (Κ βεβιασμένως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.