βεβαρημένος
Προφορά
Ετυμολογία
βεβαρημένος μτχ. παθ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού ρ. βαρῶ
Ερμηνεία
βεβαρημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο κατεχόμενος από σωματικό ή ηθικό βάρος: βεβαρημένη συνείδηση
✦ βεβαρημένο ποινικό μητρώο, ποινικό μητρώο ατόμου στο οποίο έχουν εγγραφεί πολλές καταδίκες: έχει βεβαρημένο ποινικό μητρώο (έχει καταδικαστεί πολλές φορές)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–