βεβαιώνω


βεβαιώνω
Προφορά

Ετυμολογία
βεβαιώνω αρχαία ελληνική βεβαιόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα βεβαιώνω

✦ πείθω κάποιον για κάτι
✦ παρουσιάζω κάτι ως βέβαιο
✦ επικυρώνω, πιστοποιώ
✦ (μέσ.) βεβαιώνομαι, πείθομαι για την αλήθεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.