βεβαιώ


βεβαιώ
Προφορά

Ετυμολογία
βεβαιώ αρχαία ελληνική βεβαιόω -ῶ

Ερμηνεία
βεβαιώ

✦ -οίς, -οί ρ. βλ. βεβαιώνω: η χώρα αυτή… θα ήταν ασφαλώς πολύ πλούσια άλλοτε όπως μου το βεβαιούν όλοι γύρω μου (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.