βδομαδιάτικος


βδομαδιάτικος
Προφορά

Ετυμολογία
βδομαδιάτικος βδομάδα

Ερμηνεία
επίθετο┘ βδομαδιάτικος -η, -ο

✦ εβδομαδιαίος, που αναφέρεται σε μια βδομάδα
✦ ουδ. το βδομαδιάτικο ως ουσ., η αμοιβή για εργασία μιας εβδομάδας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.