βδελυρός


βδελυρός
Προφορά

Ετυμολογία
βδελυρός αρχαία ελληνική βδελυρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ βδελυρός -ή, -ό

✦ που προκαλεί αηδία, αποστροφή: θύμα βδελυράς και καταχθονίου συκοφαντίας (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα
σιχαμένος, σιχαμερός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.