βδέλλα


βδέλλα
Προφορά

Ετυμολογία
βδέλλα αρχαία ελληνική βδέλλα, ίδια ρίζα με το βδάλλω (= βυζαίνω, αρμέγω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βδέλλα

✦ υδρόβιο σκουλήκι
(μτφ. ) άνθρωπος που απομυζά, ιδ. χρήματα: σου είναι μια βδέλλα αυτή η μικρή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.