βγάζω


βγάζω
Προφορά

Ετυμολογία
βγάζω παλαιότ. εβγάζω

Ερμηνεία
βγάζω

✦ κ. βγάνω ρ. (έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος) φέρνω κάτι από μέσα προς τα έξω, εξάγω: βγάζω το σπαθί από τη θήκη
✦ αφαιρώ: βγάζω τα ρούχα – τα παπούτσια – τα κόκαλα από το κρέας
✦ αντλώ: έβγαλε νερό από το πηγάδι
✦ εξαλείφω: βγάζω τους λεκέδες
✦ εξαρθρώνω: έβγαλε το πόδι – το χέρι του
✦ αναδίδω: βγάζει καπνό
✦ παράγω: βγάζει λάδι – πορτοκάλια
✦ εμφανίζω
✦ κερδίζω
✦ καλύπτω χρονικά
✦ αναδείχνω
✦ εκλέγω: τον βγάλανε δήμαρχο
✦ διακρίνω: δε βγάζω τα γράμματά σου
✦ συμπεραίνω
✦ δίνω όνομα ή χαρακτηρισμό |φρ. του βγάζω το λάδι, κουράζω, εξαντλώ – του το βγάζω απ’ τη μύτη ή ξινό, κάνω καλό σε κάποιον και μετά τον στενοχωρώ – βγάζω απ’ τη μύγα ξίγκι ή βγάζω απ’ την πέτρα ζουμί, κερδίζω κι από τα πιο ασήμαντα, είμαι υπερβολικά φιλάργυρος: ο πρόεδρος όλα τα εκμεταλλεύεται, κι απ’ την πέτρα βγάζει ζουμί (Γ. Θεοτοκάς) φόρα ή βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα, αποκαλύπτω, φανερώνω: θα βγάλει στη φόρα τρομερά κοινωνικά σκάνδαλα (Γ. Θεοτοκάς) – βγάζω τα μάτια μου, προξενώ κακό στον εαυτό μου
✦ συνουσιάζομαι – του βγάζω την ψυχή ή την πίστη ανάποδα, εξαντλώ, κατακουράζω – βγάζω το άχτι μου, ξεσπώ, εκδικούμαι – βγάζω στο σφυρί, ξεπουλώ – βγάζω το φίδι από την τρύπα, αναλαμβάνω το πιο επικίν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.