βαφτίσια


βαφτίσια
Προφορά

Ετυμολογία
βαφτίσια πληθ. του └ουσ┘ βαφτίσι

Ερμηνεία
βαφτίσια

✦ ουσ. η τελετή του βαφτίσματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.