βαφτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
βαφτίζω αρχαία ελληνική βαπτίζω (= βυθίζω σε υγρό)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βαφτίζω
✦ τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος
✦ δίνω όνομα κατά τη βάφτιση
✦ (κατ’ επέκτ.) ονομάζω: τον βάφτισαν ήρωα και το πίστεψε κι ο ίδιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–