βαφικός


βαφικός
Προφορά

Ετυμολογία
βαφικός βάφω

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαφικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος για βαφή: βαφικές ουσίες
✦ βαφική, η τέχνη του βαφέα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.