βαφέας


βαφέας
Προφορά

Ετυμολογία
βαφέας αρχαία ελληνική βαφεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βαφέας

✦ αυτός που έχει ως επάγγελμα τη βαφή υφασμάτων, ιδιοκτήτης βαφείου
✦ ελαιοχρωματιστής, μπογιατζής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.