βαυκαλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
βαυκαλίζω μεταγενέστερη ελληνική βαυκαλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βαυκαλίζω
✦ νανουρίζω
✦ ξεγελώ
✦ (μτφ. ) αποκοιμίζω, ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις
✦ (μέσ.) βαυκαλίζομαι, αυταπατώμαι, ξεγελώ τον εαυτό μου: μη βαυκαλίζεσαι με τέτοια όνειρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–