βατεύω
Προφορά
Ετυμολογία
βατεύω αρχαία ελληνική βατέω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βατεύω
✦ οχεύω, επιβαίνω στο θηλυκό
✦ (μέσ.) βατεύομαι: μπορεί μια μαύρη προβατίνα, που βατεύεται με μαύρο κριάρι, να γεννήσει άσπρο αρνί; (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
πηδάω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–